αὐστηρότατος

αὐστηρότατος
αὐστηρός
harsh
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπέρπικρος — ον, Α [πικρός] 1. πάρα πολύ πικρός 2. μτφ. πάρα πολύ αυστηρός, αυστηρότατος …   Dictionary of Greek

  • Καλβίνος — (Calvinus, Νουαγιόν, Πικαρδία 1509 – Γενεύη 1564). Εκλατινισμένο όνομα του Γάλλου θεολόγου της Μεταρρύθμισης Ζαν Κοβέν (Jean Cauvin). Υπήρξε ο ιδρυτής της διδασκαλίας του καλβινισμού, στην οποία έδωσε το όνομά του. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”